Ομόλογο / Ομολογία (Bond)
Ομόλογα είναι μακροπρόθεσμα χρεόγραφα που εκδίδονται είτε από το Δημόσιο είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς (πχ τράπεζες, επιχειρήσεις κλπ), και χρησιμοποιούνται για το δανεισμό κεφαλαίων από το επενδυτικό κοινό.Οι κοινές ομολογίες θεωρούνται επενδύσεις σταθερού εισοδήματος διότι ο εκδότης του ομολογιακού δανείου έχει αναλάβει την υποχρέωση (νομική δέσμευση) να καταβάλει στο τέλος κάθε χρονικής περιόδου ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για όλη τη διάρκεια ζωής του αξιογράφου. Το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό είναι ο τόκος.Ο εκδότης των ομολόγων αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξυπηρετήσει πρώτα τις νόμιμες απαιτήσεις των ομολογιούχων (καταβολή των τόκων και επιστροφή του αρχικού κεφαλαίου κατά τη λήξη της ομολογίας) ανεξάρτητα από το επίπεδο κερδών της επιχείρησης και μετά να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των μετόχων.Τα ομόλογα είναι πολύ σημαντικά προϊόντα της κεφαλαιαγοράς διότι δίνουν την ευκαιρία σε έναν επενδυτή να κερδίσει σταθερές αποδόσεις με σχετικά μικρό ή μηδενικό κίνδυνο απώλειας του αρχικού κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα δίνουν και τη δυνατότητα πολύ υψηλών αποδόσεων για αυτούς που είναι διατεθειμένοι να κερδοσκοπήσουν πάνω στη μεταβολή των επιτοκίων.
Χαρακτηριστικά ομολόγων
Ονομαστική αξία (par ή face value)
Ονομαστική αξία ενός ομολόγου είναι η αξία που αναγράφεται στο ομόλογο όταν εκδίδεται και συνήθως είναι η τιμή εξόφλησης, δηλαδή το χρηματικό ποσό που θα αποδοθεί στον επενδυτή στη λήξη του ομολόγου.Συνήθως το ποσό αυτό είναι 100 ή 1.000 νομισματικές μονάδες (π.χ. 100/1.000 €).
Επιτόκιο Έκδοσης (coupon rate)
Επιτόκιο έκδοσης είναι το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται ο εκδότης ενός χρεογράφου.Υπάρχουν ομόλογα σταθερού επιτοκίου (fixed rate bond), δηλαδή ομόλογα που πληρώνουν το ίδιο τοκομερίδιο σε όλη την διάρκεια της ζωής τους, και ομόλογα μεταβλητού ή κυμαινόμενου επιτοκίου (adjustable, variable rate bond), δηλαδή ομόλογα των οποίων το επιτόκιο μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της ζωής τους σύμφωνα με κάποιο άλλο βασικό επιτόκιο.
Συχνότητα τοκομεριδίου (coupon frequency)
Τα τοκομερίδια καθορίζονται από το επιτόκιο έκδοσης και η συχνότητα πληρωμής τους διαφέρει από έκδοση σε έκδοση.Συνήθως πληρώνονται ανά εξάμηνο, αλλά ενδεχομένως να πληρώνονται και μία φορά τον χρόνο ή και περισσότερες από δύο φορές, π.χ. ανά τρίμηνο.
Ωρίμανση (maturity)
Ωρίμανση είναι η ημερομηνία στην οποία θα εξοφληθεί ένα χρεόγραφο (π.χ. ομόλογο), δηλαδή η ημερομηνία στην οποία ο κάτοχος του χρεογράφου θα εισπράξει την ονομαστική αξία.Η διάρκεια μέχρι την ωρίμανση θα είναι ο χρόνος που απομένει μέχρι να εξοφληθεί το χρεόγραφο και είναι δεδομένη.Υπάρχουν όμως και ομόλογα που δεν έχουν ημερομηνία ωρίμανσης (perpetual maturity) ή ομόλογα που δίνουν το δικαίωμα στον εκδότη τους να αναβάλει την ωρίμανση (extendible maturity) ή που παρέχουν τη δυνατότητα ανάκλησης, χαρακτηριστικό που μπορεί να επηρεάσει την ημερομηνία επιστροφής του κεφαλαίου.
Οι βασικότερες κατηγορίες διάρκειας ζωής ενός ομολόγου είναι:
Βραχυπρόθεσμα (διάρκεια 1-3 έτη)
Μεσοπρόθεσμα (διάρκεια 3-10 έτη)
Μακροπρόθεσμα (διάρκεια μεγαλύτερη των 10 ετών)
Τιμή διαπραγμάτευσης (market price)
Μετά την αρχική έκδοση ενός ομολόγου, το ομόλογο θα διαπραγματεύεται συνήθως στη δευτερογενή αγορά. Η τιμή διαπραγμάτευσης στην δευτερογενή αγορά μπορεί να είναι μεγαλύτερη (άρα το ομόλογο διαπραγματεύεται υπέρ το άρτιο, με premium) ή και μικρότερη (άρα το ομόλογο διαπραγματεύεται υπό το άρτιο, με discount) από την ονομαστική αξία του ομολόγου, ανάλογα με την πορεία των επιτοκίων.
Κίνδυνοι ομολόγων
Παρόλο που τα ομόλογα είναι λιγότερο επικίνδυνα από τις μετοχές, δεν είναι και εντελώς ακίνδυνα για τον επενδυτή. Οι σημαντικότερες πηγές κινδύνου για τα ομόλογα είναι:
επιτοκιακός κίνδυνος (interest rate risk)
κίνδυνος πτώχευσης (default risk)
κίνδυνος επανεπένδυσης (reinvestment rate risk)
κίνδυνος του προνομίου ανάκλησης (call risk), σε περίπτωση που ανακληθεί το ομόλογο σε περίοδο πτώσης των επιτοκίων
πιστωτικός κίνδυνος (credit risk)
πληθωριστικός κίνδυνος (inflation risk), που επηρεάζει το επιτόκιο και τις τιμές
κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk)
Comentários